ηλύσιος

ηλύσιος
-α, -ο (AM ἠλύσιος, -ία, -ον)
(συν. το ουδ. στη φρ.) «Ηλύσιον πεδίον» ή «Ηλύσια πεδία» — τόπος όπου διέμεναν μετά θάνατον οι ψυχές τών ηρώων
νεοελλ.
1. (για τόπο) ωραίος και απολαυστικός
2. (το ουδ. πληθ.) τα Ηλύσια
ο παράδεισος
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Ηλύσιο πεδίο ή αυτός που προέρχεται από το Ηλύσιο πεδίο («ἠλύσιαι αὖραι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μια άποψη πρόκειται για λέξη τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Κατ' άλλους, πρόκειται για υποχωρητικό παράγωγο τού συνθ. επιθ. ενηλύσιος «χτυπημένος από κεραυνό» (εν + ηλύσιος < ελεύσομαι, μέλ. τού ρ. ελεύθω*«έρχομαι», όπως ακριβώς και το συνθ. ουσ. επ-ηλυσία «προσέγγιση». Πρβλ. επίσης το (εν-)ηλύσια «τόπος χτυπημένος από κεραυνό»). Το α' συνθετικό τού επιθ. αυτού ερμηνεύθηκε λανθασμένα ως «ο ευρισκόμενος εις...», οπότε, δεδομένου ότι υπήρχε η αντίληψη πως οι κεραυνοβολημένοι μεταβαίνουν σε τόπο αιώνιας ευτυχίας, το β' συνθετικό πήρε τη σημασία «τόπος αιώνιας ευτυχίας» και υποχωρητικά δημιουργήθηκε ο τ. Ηλύσιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἠλύσιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλύσιος — ἤλυσις step fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἠλυσίη — Ἠλύσιος fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἠλυσίῃσι — Ἠλύσιος fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἠλυσίῃσιν — Ἠλύσιος fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἠλύσι' — Ἠλύσια , Ἠλύσιον the Elysian neut nom/voc/acc pl Ἠλύσια , Ἠλύσιος neut nom/voc/acc pl Ἠλύσιε , Ἠλύσιος masc voc sg Ἠλύσιαι , Ἠλύσιος fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἠλυσία — Ἠλυσίᾱ , Ἠλύσιος fem nom/voc/acc dual Ἠλυσίᾱ , Ἠλύσιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἠλυσίων — Ἠλύσιον the Elysian neut gen pl Ἠλύσιος fem gen pl Ἠλύσιος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἠλύσιον — the Elysian neut nom/voc/acc sg Ἠλύσιος masc acc sg Ἠλύσιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ИНДОЕВРОПЕЙСКАЯ МИФОЛОГИЯ — древнейшая система мифологических представлений предков современных индоевропейских народов, реконструируемая с помощью сравнительно исторического исследования отражений этой системы в исторически засвидетельствованных отдельных индоевропейских… …   Энциклопедия мифологии

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”